ακούρσευτος

ακούρσευτος
η , ο неограбленный; непохищенный (чаще пиратами)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακούρσευτος" в других словарях:

  • ακούρσευτος — η, ο [κουρσεύω] αυτός που δεν κουρσεύτηκε, δεν λεηλατήθηκε από κουρσάρους, πειρατές 2. αυτός που δεν έχει υποστεί λεηλασία …   Dictionary of Greek

  • ακούρσευτος — η, ο αυτός που δε διαρπάχτηκε από κουρσάρους, αλεηλάτητος: Οι πειρατές λίγα νησιά του Αιγαίου είχαν αφήσει ακούρσευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»